Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ
Η μητέρα μου, όταν έρχεται σπίτι, μαγειρεύει διάφορα φαγητά, τα χωρίζει σε συγκεκριμένες μερίδες κι έπειτα τα κλείνει σε τετράγωνα κουτιά από αλουμινόχαρτο και τα βάζει στην κατάψυξη. Γράφει πάνω στο χαρτονένιο καπάκι με κεφαλαία ατσούμπαλα γράμματα τι περιέχει το κάθε κουτί και σε ποιον ανήκει, για παράδειγμα: «ΠΕΝΝΕΣ ΜΕ ΧΤΑΠΟΔΙ-ΕΛΛΗ» ή «ΛΟΥΚΑΝΙΚΟ ΜΕ ΡΥΖΙ-ΝΙΚΟΣ», ώστε το μόνο που μένει για μας είναι να ζεστάνουμε στο φούρνο για δέκα λεπτά το αλουμινένιο κουτάκι μας.
Η μητέρα μου μένει στο ίδιο σπίτι μ' έναν άνθρωπο με τον οποίο δε μιλάνε μεταξύ τους. Δηλαδή συγκατοικούνε αλλά δεν κάνουν τίποτα μαζί, όπως να φάνε στο ίδιο τραπέζι ή να δουν μαζί τηλεόραση και φαντάζομαι πως δεν κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι. Αυτή η σιωπή σπάει κάποιες φορές όταν συμβαίνει κάτι κακό ή όταν δεν πρέπει να γίνει αισθητή σαν κατάσταση σε κάποιον τρίτο, αλλά πολύ προσωρινά.
Όλα αυτά τα τελευταία χρόνια πέρασαν έτσι, με μεγάλα κύματα σιωπής που το ένα διαρκούσε πιο πολύ από το άλλο. Σιωπηλά άγρια κύματα σ' ένα σπίτι διακοσίων τετραγωνικών και με τρία άδεια παιδικά δωμάτια στον πάνω όροφο.
Μια μέρα πριν από κάποια χρόνια, γύρισα από το σχολείο τη συνηθισμένη ώρα, μπήκα από την πλαϊνή πόρτα που αφήναμε πάντα ξεκλείδωτη και είδα τη μητέρα μου στο πάτωμα του σαλονιού. Δίπλα της ήταν πεσμένη μια σκούπα και πιο δίπλα το τηλέφωνο ανοιχτό κι εκείνη, πεσμένη στο πάτωμα, έβγαζε έναν περίεργο ήχο, κάτι ανάμεσα σε εξαντλημένο κλάμα και θλιβερό ουρλιαχτό. Δεν πανικοβλήθηκα ούτε έτρεξα να την αγκαλιάσω (και είναι τρομερό πως ακόμη κι εκείνη τη στιγμή η αντίδρασή μου ήταν απολύτως ελεγχόμενη και μέσα στα πλαίσια του μη αυθόρμητου, όπως έμαθα να είμαι σ' αυτή την οικογένεια),απλά της είπα «τι κάνεις παιδί μου;» και τη βοήθησα να σηκωθεί. Ποτέ δεν έμαθα τι είχε συμβεί, μα η εικόνα αυτή μ' έκανε να τη λυπηθώ τόσο πολύ που κατέστρεψε μέσα μου μια για πάντα τη δυνατότητα να μου επιβάλλεται ή να μ' επηρεάζει. Η ψυχή της μητέρας μου είναι πια πολύ εύθραυστη και πολύ μόνη.
Ο μόνος καιρός που τη θυμάμαι χαρούμενη ήταν τότε που δούλευε. Είχε πάει σε μια ιδιωτική σχολή Σχεδιασμού και Διακόσμησης αφού εμείς είχαμε λίγο μεγαλώσει. Γέμισε το σπίτι εργαλεία και χαρτιά με κατόψεις κτιρίων. «Πάω στη σχολή», έλεγε. Μετά αποφάσισαν με μια φίλη της ν' ανοίξουν ένα γραφείο. Αγόρασαν έπιπλα και σχεδιαστήρια και μικρά χαρακάκια σ' όλα τα μεγέθη και τύπωσαν κάρτες. Πρώτη φορά είδε τ' όνομά της τυπωμένο κάπου! Ήρθαν οι πρώτες δουλειές κι εκείνη δούλευε κι είχε μια κούραση γλυκιά κάθε βράδυ. Εγώ τ' απογεύματα καθόμουν στο γραφείο, ο αδερφός μου πήγαινε σε απογευματινό παιδικό σταθμό, ο άλλος αδερφός μου έμενε σπίτι μόνος του κι η μητέρα μου όλο δούλευε και είχε τα δικά της λεφτά.
Αυτό κράτησε περίπου δύο χρόνια και μετά αποφασίστηκε να κλείσει το γραφείο γιατί είχε τρία παιδιά και κανέναν να τη βοηθάει. Κι έτσι έκλεισε το γραφείο και μαζί τελείωσαν οι ευτυχισμένες μέρες της μητέρας μου. Για αρκετά χρόνια μετά μας έλεγε: «Όταν σας ρωτάνε, θα λέτε “η μαμά μου δουλεύει ακόμα, αλλά τώρα παίρνει τις δουλειές στο σπίτι”». Η καημένη η μητέρα μου! Κανείς δεν της έδωσε αγάπη. Ένιωθε σ' όλη της ζωή μόνη και υποτιμημένη δίπλα σ' έναν δυναμικό, μορφωμένο σύζυγο. Δεν πρέπει να ‘χει νιώσει ποτέ της ποθητή και δε θα τολμούσα ποτέ να υπολογίσω το πόσα χρόνια έχει να κάνει έρωτα. Καμιά φορά σκέφτομαι «Μακάρι να είχε ερωτευτεί κάποιον και να μας είχε παρατήσει για να ζήσει μια πιο ανάλαφρη ζωή». Τουλάχιστον θα είχε κάνει για μια φορά στη ζωή της αυτό που ένιωσε. Όταν τη σκέφτομαι μόνη μέσα στο τεράστιο σιωπηλό σπίτι δεν μπορώ να μην κλάψω. Όπως κλαίω πάντα κι όταν βλέπω τα γραμματάκια της πάνω στα ασημένια κουτιά: «ΠΑΣΤΙΤΣΙΟ - ΕΛΛΗ», «ΜΠΙΦΤΕΚΙΑ ΜΕ ΠΑΤΑΤΕΣ - ΕΛΛΗ», «ΣΠΑΝΑΚΟΡΥΖΟ - ΕΛΛΗ»... Αυτό καταφέρνω μόνο να κάνω για τη μητέρα μου. Να σπαράζω τετρακόσια πενήντα χιλιόμετρα μακριά, πάνω στα μαγειρευτά φαγητά της.
Έλλη, 23 ετών, φοιτήτρια
Αθήνα