Η ΑΛΙΣΙΑ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
Είμαι μόνη στο σπίτι. Home alone. Οι γονείς μου εργάζονται τέτοια ώρα κι ο αδερφός μου -ένα χρόνο μεγαλύτερος από μένα- τριγυρίζει με τους φίλους του. Πηγαίνει βόλτες με τη μηχανή στην παραλιακή, μαζεύονται με την παρέα του σε σπίτια φίλων, πίνουν μπύρες, συχνάζουν στα Εξάρχεια απ' όπου αγοράζουν και βινύλια. Δεν μπορώ να καταλάβω τι στο καλό τα θέλει τόσα βινύλια αφού δεν έχουμε πικ-απ!
Ο αδερφός μου μέχρι την Πρώτη Λυκείου δεν άκουγε τίποτα από μουσική -τον είχαμε για τον άμουσο της οικογένειας, ώσπου μια μέρα -ένα Σάββατο μεσημέρι- φθάνει φουριόζος στο σπίτι. Εγώ, ξαπλωμένη στον καναπέ του σαλονιού βλέπω τηλεόραση και ξαφνικά εκείνος αλαφιασμένος μ'αρπάζει απ' το μπράτσο και με σέρνει στο δωμάτιο του: κλειδώνει την πόρτα, ενώ εγώ έχω μείνει σα χάνος να τον κοιτάζω και με μια αλλόκοτη, φρικαλέα λάμψη ενθουσιασμού και ευφορίας στα μάτια του μου λέει:«ανακάλυψα το rock ‘n' roll!».
Από τότε η ζωή και των δυο μας άλλαξε: εγώ έγινα η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων κι αυτός ο Πήτερ Παν στη Χώρα του Ποτέ. Ο ουρανός μοιάζει με ζωγραφιά, οι δρόμοι με άγνωστο, μυστηριώδη, μεγάλο πειρασμό. Ο αδερφός μου τέλειωσε το λύκειο, πέρασε σε μια σχολή του κώλου (κάθε φορά που οι γονείς μας βρίσκουν την ευκαιρία να του κάνουν κήρυγμα για τη σχολή, εκείνος μιμείται κάποιον ήρωα μυθιστορήματος -δε θυμάμαι ποιόν- και λέει: «Δεν πειράζει!») και εδώ κι ένα χρόνο ξέρει τι σημαίνει να είσαι νέος, ακούραστος, περίεργος και δίχως μεγάλες προσδοκίες. Ξέρει τι σημαίνει να πηδιέσαι στο αυτοκίνητο ακούγοντας Jerry Lee Lewis, να κρατάς το χέρι της κοπέλας σου Σάββατο βράδυ μέσα στην κίνηση του δρόμου, ψιθυρίζοντάς της στο αυτί στίχους του Κάμινγκς. Φαίνεται ευτυχισμένος κι ερωτευμένος. Για το δεύτερο δε χωράει αμφιβολία. Όσο για το πρώτο, ελπίζω να είναι. Φέτος υπήρξα κι εγώ πολύ-πολύ ερωτευμένη. Αγαπούσα ένα αγόρι με τρωτό βλέμμα, απαλή, γοητευτική φωνή και φευγάτο χιούμορ. Πιστεύω ότι με ήθελε κι αυτός. Ποτέ δεν τα φτιάξαμε.
Μια μέρα ήρθε σχολείο κι ήταν αλλιώτικος απέναντι μου, απόμακρος, ψυχρός. Δεν ξέρω τι έκανα και τον ενόχλησε. Τρεις βδομάδες αργότερα έμαθα ότι τα έφτιαξε με μια κοπέλα. Στην αρχή ήθελα να πεθάνω από τη στενοχώρια μου. Είχα λυπηθεί περισσότερο κι από τότε που πέθανε η γιαγιά: ένιωθα θυμωμένη μαζί του. Και προδομένη. Τώρα νομίζω πως το ξεπέρασα, νομίζω πως δεν τον αγαπώ πια. Το χειμώνα φανταζόμουν τον εαυτό μου να φιλιέται και να χαϊδολογιέται μαζί του, με το που θα τελείωναν οι εξετάσεις. Μόλις τον σκεφτόμουν ή τον αντίκριζα, ένιωθα να πονάω βαθιά μες την ψυχή μου και να απελπίζομαι, γιατί είμαι δειλή και γιατί ποτέ δε θα μπορούσα να του εξωτερικεύσω την αγάπη μου. Και πνιγόμουν στην ιδέα ότι αυτός ο έρωτας θα μείνει απραγματοποίητος, μετέωρος και κρυφός. Ότι ποτέ του εκείνος δε θα μάθει πόσο τον αγαπώ.
Τώρα όμως όλα αυτά δεν ισχύουν πια. Έχω μέρες να τον δω και δε μου λείπει. Θα μου πείτε τώρα ότι μπορεί να νιώσω πάλι εκείνη την τρεμούλα, όταν τον ξαναδώ στις εξετάσεις. Δεν ξέρω. Μπορεί. Μπορεί ο Ιούνης να μας βρει να πηδιόμαστε στ' αμάξι του αδερφού μου ακούγοντας Jerry Lee Lewis. Ή μπορεί να είμαστε μαζί όταν βγει το επόμενο τεύχος των schooligans (το φθινόπωρο). Ή μπορεί και να μην είμαστε. Ποιος ξέρει. Αυτό που θα' θελα εγώ, είναι να έχω καταφέρει να κάνω πολλά πράγματα μέχρι το φθινόπωρο. Να πάω σε όσες πιο πολλές συναυλίες μπορώ, να χορέψω μέχρι να με πονέσουν τα πόδια μου, να ονειρευτώ βραδιές με δεκάδες φεγγάρια, ξηλωμένες άπιαστες κιθάρες που κολυμπούν στους βυθούς των θαλασσών, ασημένια φύλλα γιγάντιων δέντρων που πέφτουν να σε σκεπάσουν και να σε ζεστάνουν με το που θα 'ρθουν τα πρώτα κρύα. Κι όμως για δείτε: τι παράξενο! Δε λέω να πάψω να είμαι δειλή. Μπορεί και να μην είμαι. Μπορεί απλά να "ζω μες το κεφάλι μου". Γι' αυτό και δε με πολυνοιάζει αν θα δημοσιεύσετε αυτήν την αρλούμπα. Όπως θα ’λεγε κι ο μπερμπάντης ο αδερφός μου: «Δεν πειράζει!».
Αλίσια, 18 χρονών